κορνέ
όργανο ζαχαροπλαστικής. Είναι από ύφασμα ή πλαστικό με λεπτό στόμιο στην άκρη, σε σχήμα κώνου. Γεμίζεται με σαντιγί για να γαρνίρει τούρτες και γλυκά
κορόμηλο
φρούτο. Είναι μικρότερο από ένα βερίκοκο, με κοκκινωπή, λεία φλούδα και έχει γλυκόξινη γεύση
κοσιμάρι
γλυκιά μπομπότα
κουάκερ
αλεσμένα δημητριακά (κυρίως βρόμη) που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή χυλού ή πρωϊνού
κουαντρώ (cointreau)
Γαλλικό διάφανο λικέρ πορτοκαλιού.
κουβερτούρα
σκληρή και πικρή σοκολάτα. Χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική για επικάλυψη της επιφάνειας των γλυκών
κουρ μπουγιόν
ζωμός για βράσιμο ψαριού
κουρακάο (curacao)
Λικέρ εσπεριδοειδών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε αναμίξεις ποτών, κυρίως για το χρώμα του (μπλέ, πράσινο, πορτοκαλί, άχρωμο).
κουρκουμάς (turmeric)
Μικρό πολυετές φυτό, συναντάται στην Ινδία, Κίνα, Ασία. Έχει αρωματική ρίζα που μοιάζει με αυτή του πιπεριού αλλά με πιο έντονη πικρή γεύση. Η ρίζα αυτή βράζεται, αφήνεται στον ήλιο να ξεραθεί και στη συνέχεια τρίβεται στο χέρι και αλέθεται για να παρασκευάσουν σκόνη.
κουσκούς
Σιμιγδάλι από σκληρό σιτάρι που χρησιμοποιείται στη Β.Αφρική σε φαγητά και γλυκά, καθώς και το παραδοσιακό φαγητό που φτιάχνεται από αυτό. Το σιμιγδάλι βρέχεται με νερό, κυλιέται σε αλεύρι και αφήνεται να στεγνώσει στον ήλιο (στην παραδοσιακή του παρασκευή). Στη συνέχεια κοσκινίζεται και φυλάσσεται.