σοτάρισμα
βλέπε σοτάρω
σοτάρω
καβουρντίζω ή τσιγαρίζω γρήγορα σε δυνατή φωτιά και σε λίγο λίπος τα συστατικά κάποιου φαγητού π.χ. το βούτυρο σε λάδι. Κατά το σοτάρισμα είναι σημαντικό: (1) το λίπος να καίει πολύ ώστε το φαγητό να πάρει καφέ χρώμα και να μην απορροφήσει το λίπος (2) το σκεύος να έχει χαμηλά τοιχώματα και να είναι αρκετά […]
σοτέ
Φαγητό που παρασκευάζεται από κρέας ή λαχανικά, σοταρισμένα σε βούτυρο