τζιν (gin)
Δημοφιλές ποτό (ολλανδικής προέλευσης). Προέρχεται από απόσταξη δημητριακών αρωματισμένων με καρπούς κωνοφόρων.
τζίντζερ έιλ (ginger ale)
Αναψυκτικό με ανθρακικό και άρωμα πιπερόριζας. Χρησιμοποιείται σε Long Drinks.
τζίντζερ ή πιπερόριζα
ροζιασμένη, σκληρή καφέ ρίζα. Εχει έντονη και κάπως καυτερή γεύση, είναι αφροδισιακή και είναι πολύ συνηθισμένο καρύκευμα σε κινέζικο ή ινδικό φαγητό. Νοστιμίζει γλυκά, επιδόρπια, φρουτοσαλάτες, σάλτσες, φρούτα, λαχανικά, σούπες, εξωτικά φαγητά, κοκτέιλ ποτών. Στην Τουρκία χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό του σαλεπιού.